- φιλόκτιτος
- φῐλό-κτῐτος, ον, = foreg., Nonn.D.40.505.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκτιτος — ον, ΜΑ φιλόκτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
φιλόκτιτον — φιλόκτιτος masc/fem acc sg φιλόκτιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)